- υδροδυναμικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φαινόμενα τα οποία σχετίζονται με την κίνηση τών υγρών («υδροδυναμική πίεση»)2. το θηλ. ως ουσ. η υδροδυναμικήφυσ. κλάδος τής μηχανικής τών ρευστών, ο οποίος μελετά τους νόμους που διέπουν την κίνηση τών ασυμπίεστων υγρών, καθώς και τις αντιστάσεις που αναπτύσσονται κατά την κίνηση τών στερεών σωμάτων μέσα σε αυτά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrodynamic (< υδρ[ο]* + δυναμικός)].
Dictionary of Greek. 2013.